Βλέπετε 49–64 από 99 αποτελέσματα
Ένα ανάδρομο ταξίδι στο χρόνο, μια σπιρτόζα και στοχαστική ανάκληση γεγονότων, προσώπων, στιγμών από την εικοσάχρονη διαδρομή της Όλγας Σελλά στον χώρο του Τύπου. Η συγγραφέας θαμπώνεται, γοητεύεται, δοκιμάζεται, μοχθεί, αποθαρρύνεται, απομαγεύεται και ωριμάζει στο συναρπαστικό αλλά απαιτητικό και συχνά δύστροπο περιβάλλον της εφημερίδας. Και παρατηρεί τον περίπλοκο και ευαίσθητο χώρο του πολιτισμού, για να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο γεγονός, τα παρασκήνιά του, τις φανερές και τις κρυφές προθέσεις του και να συλλάβει την ουσία του έργου και της προσφοράς των ανθρώπων του.
Ο ντετέκτιβ Γκρίσελ παλεύει μέσα σε δεκατρείς ώρες της ίδιας μέρας να σώσει την Ρέιτσελ, να εξιχνιάσει τον φόνο της φίλης της, αλλά και να διαλευκάνει ένα δεύτερο έγκλημα: τον φόνο ενός υψηλού στελέχους της μουσικής βιομηχανίας της Νότιας Αφρικής.
Με την απαράμιλλη πένα της, η Αμελί Νοτόμπ δίνει φωνή και σώμα στον Ιησού, λίγες ώρες πριν από τη σταύρωσή του. Μας παροτρύνει να γνωρίσουμε έναν Χριστό απολύτως ανθρώπινο, με σάρκα και οστά, που ανεβαίνει υποταγμένος στην κορυφή του Γολγοθά
Παλιές ενστάσεις για τον αδύναμο χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας επιστρέφουν δριμύτερες. Ο συγγραφέας βλέπει καχύποπτα την εύκολη αποκαθήλωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών τονίζει όμως ότι οι συναγερμοί είναι αναγκαίοι και πιστεύει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις πολιτικές αποτυχίες και στις πολιτισμικές προκλήσεις που μας περιβάλλουν.
Ο Βερνόν Σουμπουτέξ ήταν άλλοτε ο ιδιοκτήτης του θρυλικού δισκάδικου Revolver, στην παρισινή συνοικία της Βαστίλης. Για τους παθιασμένους ροκάδες, το Revolver ήταν ο ναός, ο χώρος της μυσταγωγίας τους. Τη δεκαετία του 2000, με την εξάπλωση του διαδικτύου και την παρακμή των CD και τoυ βινυλίου, έρχεται η οικονομική κατάρρευση. Το μαγαζί κλείνει, το επίδομα ανεργίας κόβεται και ο φίλος που τον βοηθούσε, ο διάσημος μαύρος τραγουδιστής Άλεξ Μπλιτς, πεθαίνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Έτσι, ο Σουμπουτέξ βρίσκεται άστεγος και επαίτης στους δρόμους του Παρισιού παρέα με κλοσάρ και αντιμέτωπος με ακροδεξιά τσογλάνια.
Πόσο μακριά από το σπίτι μπορεί να πάει κανείς; Κι εκεί που θα βρεθεί, με μόνη αποσκευή μία παρόρμηση φυγής, τι θα τον περιμένει; Ένας τόπος απελευθέρωσης; Ένα περιβάλλον που εξάπτει τις επιθυμίες του; Ένας περίγυρος που δαμάζει τα πάθη του; Ένας χώρος-σύμβολο της εσωτερικής του απομόνωσης; Ένας ανοίκειος ου-τόπος που δοκιμάζει τις αντοχές του;
Η Ευγενία, που ξεριζώθηκε παιδί από το αγαπημένο σπίτι της στην Πόλη, πασχίζει να ανασυστήσει στη Θεσσαλονίκη τη γαλήνια κι όμορφη ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού της, παρά τη φτώχεια, τη μοναξιά, τα απανωτά αδιέξοδα. Δεν τα καταφέρνει πάντα. Όμως η ικανότητά της να απλώνει ένα χέρι προς τον άλλον, ανοίγοντάς του το σπίτι και την καρδιά της, την βοηθάει να βρει τον δρόμο για να συνδεθεί με την καινούργια πόλη και τους ανθρώπους της, κάνοντάς την δική της.
Η ιστορία του γάτου Μεφίστο μιλάει στα παιδιά με συγκινητικό και απλό τρόπο για την αξία του διαφορετικού και για τη σημασία της ανεκτικότητας, μαθαίνοντάς τους ότι αυτό που φοβόμαστε μπορεί να είναι τελικά εκείνο που θα πλουτίσει τη ζωή μας.
Μέσα από την εμπειρία της Αντόνια, της φωτορεπόρτερ που βίωσε τις διαμάχες για την ανεξαρτησία της Κορσικής και τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ο Φερραρί μιλά για την επώδυνη παραδοξότητα κάθε είδους αναπαραστάσεων και εξερευνά τους αμφίσημους δεσμούς ανάμεσα στην εικόνα, τη φωτογραφία, την πραγματικότητα και τον θάνατο.
Τέσσερα καλοκαίρια, τέσσερις στιγμές, από το Smells Like Teen Spirit μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’98: μια ιλιγγιώδης εξιστόρηση του πώς κυλά η ζωή στη Γαλλία σε μια μεταιχμιακή εποχή, στις κωμοπόλεις και στα ακριβά προάστια, στις εξοχές από τη μία και στις τσιμεντουπόλεις από την άλλη.
Μαύρη κωμωδία και ταυτόχρονα μητροπολιτικό δράμα, η Πλατεία Χανγκόβερ είναι το αριστούργημα του Πάτρικ Χάμιλτον. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει τον εξαθλιωμένο, πνιγμένο στην ομίχλη κόσμο των μπαρ, των φτηνών ξενοδοχείων και των μέθυσων φιλοσόφων, απαθανατίζοντας το ήθος μιας ολόκληρης γενιάς και συλλαμβάνοντας τα προμηνύματα της καταστροφής που βάραιναν πάνω στη λονδρέζικη ζωή λίγο πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο πραγματικός ήρωας, το πραγματικό θέμα, το επίκεντρο της Ιλιάδας είναι η βία. Η βία που επιβάλλεται από τους ανθρώπους, η βία που υποδουλώνει τους ανθρώπους, η βία μπροστά στην οποία η ανθρώπινη σάρκα συρρικνώνεται στα όρια της εξαφάνισης.
Ανθρώπινες μορφές που υπνοβατούν, ανάμεσα στο όνειρο και την φαντασίωση. Τοπία έρημα, στείρα, ασφυκτικά, που απομυζούν κάθε ικμάδα και συντρίβουν την ελπίδα. Ζωές ασύμπτωτες, σχέσεις ακυρωμένες, πρόσωπα καταδικασμένα στη μοναξιά, σε συνεχή πάλη με την υπαρξιακή απόγνωση. Κι όμως, στις χαραμάδες της ανοικείωσης μπορεί ακόμη ν’ ανθίζει η αγάπη.
Σε μια μικρή κωμόπολη της Πολωνίας, μια γυναίκα βρίσκεται κατακρεουργημένη με μαχαίρι για τη σφαγή ζώων κατά την εβραϊκή παράδοση. Τι σημαίνει αυτή η τελετουργική δολοφονία, που φαίνεται να έχει ως πρότυπο έναν πίνακα ο οποίος βρίσκεται στον τοπικό καθεδρικό ναό;
Σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Βρετάνης, που το μαστιγώνουν οι άνεμοι και το γονατίζει το πένθος, γεννιέται ένας παθιασμένος έρωτας ανάμεσα στη Γκωντ, την όμορφη κόρη ενός ψαρά και τον ωραίο και υπεροπτικό Γιαν, τον «ψαρά της Ισλανδίας».
Πηγή έμπνευσης για τον Μισέλ Ουελμπέκ αλλά και για τον «ποιητή της πανκ» Ρίτσαρντ Χελλ, το «Ανάστροφα» του Ζορίς-Καρλ Ουισμάνς είναι ένα κορυφαίο δείγμα της «λογοτεχνίας της παρακμής». Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα 2020.